- φακιρισμός
- ο1. η ιδιότητα των φακίρηδων να εκτελούν διάφορα υπερφυσικά πειράματα και θαύματα.2. μοιρολατρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φακιρισμός — ο, Ν 1. η ιδιότητα και η τέχνη τού φακίρη 2. μοιρολατρεία 3. (ειδικότερα) το σύνολο τών υπερφυσικών φαινομένων τών οποίων η εκδήλωση αποδίδεται στις δυνάμεις τών φακίρηδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακίρης + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
φακίρης — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται στην Ινδία διάφοροι ασκητές που επιδιώκουν να κερδίσουν την αγιότητα υποβάλλοντας τον εαυτό τους σε στερήσεις. Ζουν από τις ελεημοσύνες των πιστών, δεν εργάζονται, δεν παντρεύονται και το μοναδικό ρούχο που… … Dictionary of Greek